- Λουκρητία Βοργία
- Βλ. λ. Βοργίας (2.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Βοργίας — (ισπαν. Borja, ιταλ. Borgia). Επώνυμο ισπανικής οικογένειας από τη Χατίβα (Βαλένθια) που μετανάστευσε στην Ιταλία στις αρχές του 15ου αι. και απέκτησε μεγάλη φήμη, όταν δύο από τα μέλη της ανέβηκαν στον παπικό θρόνο: ο Κάλλιστος Γ’ (1455 58) και… … Dictionary of Greek
Αλμπόνι, Μαριέτα — (Marietta Alboni, Καστέλο, Ιταλία 1826 – Βιλ ντ’ Αβρέ, Γαλλία 1894). Ιταλίδα τραγουδίστρια. Διάσημη μεσόφωνος, που εμφανίστηκε με μεγάλη επιτυχία στη Σκάλα του Μιλάνου με την όπερα Λουκρητία Βοργία, σε ηλικία 17 ετών. Ήταν μαθήτρια του Μπερτολότι … Dictionary of Greek
Αλφόνσος — I (AlfonsoAlphonso). Όνομα βασιλιάδων και ηγεμόνων των ισπανικών κρατιδίων των Αστουριών, της Λεόνε, της Γαλικίας και της Καστίλης (1 11), καθώς και του ενωμένου κράτους της Ισπανίας (12 13). Η λέξη προέρχεται από παραφθορά του τευτονικού… … Dictionary of Greek
Βονασέρα, Ιωσηφίνα — (Σικελία 1838 – Αθήνα 1927). Ηθοποιός και τραγωδός. Κόρη μουσικού, ήρθε το 1848 στην Ελλάδα, όπου παντρεύτηκε τον Φραγκίσκο Βονασέρα. Έπαιξε το 1862 για πρώτη φορά στο θέατρο Μπούκουρα με μεγάλη επιτυχία τη Λουκρητία Βοργία στο ομώνυμο έργο του… … Dictionary of Greek
Βόρας ή Καϊμακτσαλάν — Όρος της Μακεδονίας, το τρίτο σε ύψος στην Ελλάδα (2.524 μ.), κατά μήκος της μεθορίου μεταξύ Ελλάδας και Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας. Αρχίζει από τα πρώτα υψώματα της πεδιάδας της Φλώρινας και φτάνει μέχρι τον Αξιό ποταμό,… … Dictionary of Greek
Γκρεγκορόβιους, Φέρντιναντ — (Ferdinand Gregorovius, 1821 – Μόναχο 1891). Γερμανός ιστορικός και λογοτέχνης. Ο Γ. υπήρξε συγγραφέας μεγάλου αριθμού ιστορικών μελετών και μονογραφιών. Παρακολούθησε μαθήματα θεολογίας και φιλοσοφίας στα πανεπιστήμια του Κένιξμπεργκ και της… … Dictionary of Greek
Γουάιλντ, Όσκαρ — (Oscar Wilde, Δουβλίνο 1854 – Παρίσι 1900). Άγγλος συγγραφέας. Σπούδασε στην Οξφόρδη και επηρεάστηκε από τις απόψεις περί αισθητικής του Τζον Ράσκιν (αν και δεν δέχτηκε ποτέ τη θεωρία του για την ηθική βάση της τέχνης) και του Γουόλτερ Πέιτερ·… … Dictionary of Greek
Κάουλμπαχ — (Caulbach). Επώνυμο οικογένειας Γερμανών ζωγράφων. 1. Βίλχελμ (Wilhelm, 1805 – 1874). Γιος μινιατουρίστα και χαράκτη, διδάχθηκε τα στοιχειώδη της τέχνης από τον πατέρα του. Το 1822 γράφτηκε στην ακαδημία ζωγραφικής του Ντίσελντορφ και αργότερα… … Dictionary of Greek
Μπερνάρ, Σάρα — (Sarra Bernhardt, Παρίσι 1844 – 1923). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της εβραϊκής καταγωγής Γαλλίδας ηθοποιού, συγγραφέως και θεατρικής δραματουργού Ανριέτ Ροζέν Μπερνάρ (Henriette Rosine Bernard). Κόρη Εβραίων, οι οποίοι έγιναν μετά καθολικοί, εκδήλωσε … Dictionary of Greek
Ντονιτσέτι, Γκαετάνο — (Gaetano Donizetti, Μπέργκαμο 1797 – 1848). Ιταλός μουσικός. Από φτωχή οικογένεια, άρχισε νεώτατος να σπουδάζει μουσική πρώτα στο Μπέργκαμο και κατόπιν στη Μπολόνια. Πολύ γρήγορα ασχολήθηκε με το μελόδραμα και παρουσίασε την πρώτη του όπερα το… … Dictionary of Greek